Ο ασθενής είναι δικός μου

Ο γιατρός έκλεισε τα μάτια του κουρασμένος και άπλωσε τα πόδια στο τραπέζι. Σκέφτηκε τις εκκρεμότητες που θα άφηνε φεύγοντας νωρίτερα από το νοσοκομείο, έπρεπε όμως να βρίσκεται εγκαίρως στη συνάντηση στο γκολφ της Γλυφάδας. Μια εταιρεία θα παρουσίαζε το καινούριο φάρμακο και δεν ήθελε να λείπει. Τον απασχολούσε ωστόσο η κατάσταση της ασθενούς του, αλλά ο αντικαταστάτης γιατρός καθώς και η ειδικευόμενη θα τα κατάφερναν. Εξάλλου ο ίδιος δεν ήταν αναντικατάστατος. Έτσι δεν του είπε κάποτε ο συνάδελφός του; Στο ίδιο Πανεπιστήμιο, τώρα στο ίδιο νοσοκομείο, με την ίδια ειδικότητα…Τους ένωναν αλλά και τους χώριζαν πολλά. Ναι, εν τέλει είχε δίκαιο. Κανείς δεν είναι απολύτως απαραίτητος. Μόνο που αυτός δένεται με τους αρρώστους και η σχέση κάποτε γίνεται προσωπική. Άνοιξε τα μάτια και μόλις τότε πρόσεξε τα λουλούδια στο γραφείο του. Αλήθεια ποιος είχε την ευγένεια να τα βάλει εκεί; Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον ξάφνιασε, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν η Ελίζα, που τον διαβεβαίωσε ότι ήδη είχε μιλήσει με τον Γιάννη, τον ειδικευμένο γιατρό με τον οποίο θα αναλάμβαναν τη θεραπεία της ασθενούς του για εκείνη την ημέρα. Θα περνούσε σε λίγο να του δώσει να υπογράψει τη συνταγή, τις ιατρικές εντολές και θα ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν.

– Αν προκύψει κάτι, τηλεφώνησέ μου αμέσως, της είπε.

-Μείνε ήσυχος, θα τα καταφέρω με τον Γιάννη, του απάντησε με αυτοπεποίθηση.

Η σιγουριά της νιότης, σκέφτηκε ο Άρης τη στιγμή που μάζευε τα περιοδικά και τα’ ριχνε στην τσάντα του. Μόλις βγήκε στο διάδρομο είδε τον Γιάννη, που κατευθυνόταν προς το ασανσέρ, και του φάνηκε ότι τον απέφυγε. ‘ Περίεργη η συμπεριφορά του τελευταία. Σαν να κάνει ότι δεν με βλέπει’, αναλογίστηκε. ‘ Ίσως θα πρέπει να το συζητήσω μαζί του. Πάλι καλά που δέχτηκε χωρίς γρίνια να με αντικαταστάσει σήμερα. Βέβαια κι εγώ θα του το ανταποδώσω όποτε μου το ζητήσει’.

Όταν βρέθηκε η Ελίζα πίσω από το γραφείο της βραχείας νοσηλείας μαζί με τον Γιάννη, ένιωσε για πρώτη φορά το βάρος των ευθυνών της. Κοίταξε την γυναίκα και σαν να της φάνηκε ότι διέκρινε στα μάτια της τον φόβο. Την υπολόγισε γύρω στα εξήντα με εξήντα πέντε. Αδύνατη, με πρόσωπο εκφραστικό και σώμα που σίγουρα κάποτε θα προκαλούσε. Ακόμα ήταν εμφανή τα ίχνη της γοητείας του, παρ’ όλη την ταλαιπωρία των τελευταίων ετών από την αρρώστια. Ο Γιάννης ξεφύλλισε τα αποτελέσματα των πρόσφατων εξετάσεων και ζήτησε από τη νοσηλεύτρια να προχωρήσει στη θεραπεία. Έβαλε το έντυπο με τις ιατρικές εντολές στο φάκελο του Άρη και κοίταξε την ειδικευόμενη.

-Είμαστε έτοιμοι; Την ρώτησε.

-Ναι.

Η Ελίζα άκουγε την νοσηλεύτρια όσο ετοίμαζε τον ορό πίσω από τις κουρτίνες να μιλάει στην κυρία Ρούσου και να της λέει ότι όλα θα πάνε καλά και θα μπορέσει σε λίγες μέρες να πάει με τα παιδιά της διακοπές στη Σίφνο. Προσπάθησε να την φανταστεί να κάθεται μπροστά στη θάλασσα και να προσέχει τα εγγονάκια της. Άραγε να απολάμβανε την ομορφιά της ή ο φόβος να την ακινητοποιούσε και να μην έβλεπε τίποτε μπροστά της; Να μην την ένοιαζαν ούτε το τοπίο ούτε η παιχνιδιάρικη διάθεση των παιδιών;. Άλλωστε όταν ξέρει κανείς ότι απλώς παίρνει προσωρινά χάρη από τον ‘δήμιο’, πώς να αφήσει ελεύθερα τα συναισθήματά του και τη σκέψη του; Έβλεπε το υγρό να πέφτει σταγόνα σταγόνα στο σωληνάριο, το οποίο το μετέφερε στο σώμα της γυναίκας κι ένιωθε από τη μια δέος για το ισχυρό φάρμακο κι από την άλλη ικανοποίηση για την ανακούφιση που θα προσέφερε στην ασθενή, ίσως και τον περιορισμό της εξάπλωσης της αρρώστιας. Ο Γιάννης της φάνηκε απόμακρος, αφοσιωμένος στον φάκελο της επόμενης περίπτωσης. Εκείνος είχε καταφέρει, και λόγω των πολλών ετών στο νοσοκομείο, να ελέγχει τα συναισθήματά του, να κρατά αποστάσεις και να αντιμετωπίζει κάθε περιστατικό με ψυχραιμία και περίσκεψη. Ήξερε ότι με τον Άρη οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες, αν και οι δύο κρατούσαν όλα τα προσχήματα, όπως επιβάλλει η ευπρέπεια. Αλλά όλοι οι συνάδελφοι αντιλαμβάνονταν μια υφέρπουσα αντιπαλότητα μεταξύ τους. Η γνωριμία από το Πανεπιστήμιο δεν ενήργησε θετικά στη βελτίωση των σχέσεων ούτε η θερμή επικοινωνία των γυναικών τους. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τι να έκρυβαν αυτοί οι δύο που προχωρούσαν παράλληλα στη ζωή. Ο Άρης, αν και ήταν ανοιχτός τύπος και δεν είχε μυστικά από τους άλλους, ωστόσο όταν η κουβέντα έφτανε στον Γιάννη, κρατούσε το στόμα του κλειστό.

-Ο επόμενος, ακούστηκε η φωνή της νοσηλεύτριας, της κυρίας Ανδρέου. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε μη διστάσετε να τηλεφωνήσετε στο γιατρό σας, συμπλήρωσε απευθυνόμενη στην κυρία, που έβγαινε από την αίθουσα με ασταθή βήματα.

Η νοσηλεύτρια με αργούς ρυθμούς έβαλε το φάρμακο στην οπή και βγήκε στον διάδρομο. Η Ελίζα της φαινόταν καλομαθημένο κορίτσι, που μάλλον σ’ αυτό το περιβάλλον τα είχε βρει δύσκολα. Πάντως, αν και καινούρια, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Άρη και να μην ξεκολλά από δίπλα του. Κι αυτή τόσα χρόνια συνεργάτιδά του και οι σχέσεις τους ήταν μόνο τυπικές. Άραγε είχε καταλάβει ο κουτός ποια του έβαζε κάθε πρωί φρέσκα λουλούδια στο βάζο; Ή από την πολλή δουλειά και την πίεση δεν προλαβαίνει ούτε να τα προσέξει πόσο μάλλον να καταλάβει ποια κρύβεται πίσω απ’ αυτά. Της είχε εμπιστευτεί ωστόσο ότι θα έλειπε σήμερα-ε, μπορούσε να μείνει κρυφό!- δεν της εξήγησε, όμως, τον λόγο της απουσίας του. Ίσως να πρόκειται για κάποιο από τα κόλπα της απαιτητικής συζύγου του…Πολλές φορές είχε ονειρευτεί ότι η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, ότι τραυματίζεται σοβαρά σε τροχαίο κι εκείνος τρέχει να την βρει και να της μιλήσει, να βρει καταφύγιο σ’ αυτήν. Πόσες φορές δεν του τηλεφώνησε από απόκρυψη μόνο και μόνο για να ακούσει τη φωνή του και μετά το ‘εμπρός’, του το έκλεινε! Άλλοτε πάλι θύμωνε όταν γεμάτη προσδοκίες τον ρωτούσε ‘θέλετε τίποτε άλλο ακόμα;’ Και εκείνος δίχως καν να σηκώσει το βλέμμα του από τα χαρτιά του, ψιθύριζε ένα απότομο ‘όχι, όχι’ και βυθιζόταν στο διάβασμα και τις σκέψεις του. Αχ, εκείνες τις στιγμές ένιωθε να τον μισεί τόσο! Θα ήθελε να του συμβεί κάτι τρομερό και να ζητήσει τη βοήθειά της, ταπεινωμένος και μετανιωμένος που μέχρι τότε δεν την είχε προσέξει… ‘Α, είχα έναν θησαυρό δίπλα μου και δεν το ήξερα…’ Λόγια, λόγια, λόγια…Και πράξεις; Πότε τα όνειρά της θα γίνονταν επιτέλους πραγματικότητα; Πότε θα είχε κι αυτή κάποιον που να την σκέφτεται και να την νοιάζεται; Έριξε τη ματιά της στον ορό και της φάνηκε σαν να ήταν κλεψύδρα. Με τέτοιους ρυθμούς χάνονταν οι καλύτερες στιγμές της ζωής της. Πού θα πάει όμως; Τα πράγματα θα αλλάξουν…Το ένστικτό της δεν θα την πρόδιδε. Το βράδυ στο σπίτι της φίλης της Λίλης θα έριχναν τα ταρώ και από κει κι έπειτα θα προγραμμάτιζε τις επόμενες κινήσεις της. Μόνο να θες κάτι πολύ, δεν της είχε πει άλλωστε η Λίλη, και θα το δεις να πραγματοποιείται αργά ή γρήγορα. Το υγρό στάζει σιγά σιγά και μεταφέρεται στο σώμα, όπως στάζει και η πικρία στο δικό της σώμα, με τέτοια δύναμη, που άλλοτε την ακινητοποιεί και άλλοτε την ζαλίζει.

-Δεν αργούμε, είπε στον ασθενή, μόνο και μόνο για να σταματήσει να σκέφτεται. Άλλωστε οι σκέψεις δεν την βοηθούν καθόλου. Μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τα συναισθήματά της. Οι ψίθυροι πίσω από την κουρτίνα έφταναν στ’ αυτιά της απειλητικά. Η καινούρια, η Ελίζα, μιλούσε μάλλον με τον Άρη στο τηλέφωνο και δεχόταν οδηγίες. Γιατί δεν τις δίνει σε μένα, σκέφτηκε.

Ο Γιάννης έκλεισε πίσω του βιαστικά την πόρτα, πέταξε την τσάντα του στην πολυθρόνα του καθιστικού, και έτρεξε στο γραφείο της γυναίκας του. Στο σπίτι επικρατούσε σιωπή. Ούτε το σκυλί τους είχε τρέξει να τον υποδεχτεί. Η κοπέλα που είχαν για τις δουλειές του σπιτιού είχε φύγει για λίγες μέρες στην πατρίδα της. Για τις επόμενες πέντε έξι ώρες θα μπορούσε ανενόχλητος να κινηθεί στο διαμέρισμά τους. Ήξερε ότι η Λουΐζα εκείνη τη στιγμή είναι στο κομμωτήριο και έπειτα από εκεί θα πήγαινε να παίξει χαρτιά στο σπίτι φίλης της, στην Κηφισιά. Συνήθεια πολλών ετών, σχεδόν από τότε που παντρεύτηκαν και η γυναίκα του ένιωσε ότι μπορεί να διασκεδάζει την πλήξη της με το ρίξιμο του κατάλληλου χαρτιού. Βαλές ή ντάμα; Τα μάτια της άστραφταν όταν άνοιγε τα βράδια του χειμώνα την τράπουλα στο μεγάλο τραπέζι. Σκέφτηκε να της τηλεφωνήσει στο κινητό για να επιβεβαιώσει ότι δεν είχε αλλάξει τα σχέδιά της.

-Μωρό μου, εγώ είμαι. Θ’ αργήσεις;

-Μα, αφού σου είπα, Γιάννη μου, μετά το κομμωτήριο, θα πάω στης Μαρίνας για τη ρεβάνς. Το ξέχασες, καλέ μου; Μην με περιμένεις, πρόσθεσε μετά από μια σύντομη διακοπή. Σαν να σκεφτόταν τι να πει, τι να προσθέσει.

-Καλά, λοιπόν. Δε θα σε περιμένω να φάμε παρέα.

-Στο ψυγείο σου έχω αφήσει το βραδινό. Τα λέμε. Αν κερδίσω θα σου τηλεφωνήσω.

-Θα πέσω νωρίς. Είμαι πτώμα.

-Φιλιά, μωρό μου, είπε κάπως βιαστικά και του το έκλεισε.

Ο Γιάννης έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης και χωρίς να βιάζεται πια, ακούμπησε το σακάκι του σε μια καρέκλα και έριξε ένα βλέμμα περιέργειας στο γραφείο. Ένιωσε ότι βρίσκεται εκεί για πρώτη φορά. Ένας χώρος που έκρυβε καλά τα μυστικά της ιδιοκτήτριάς του. Τα βιβλία, κυρίως αμερικανικά ρομάντζα, και τα dvd έπνιγαν τις βιβλιοθήκες και τα τραπεζάκια. Μόνο η γυάλινη επιφάνεια του γραφείου ήταν άδεια. Από πού να άρχιζε; Δεν ήξερε καν τι έψαχνε. Είχε υποψίες εδώ και καιρό για τη γυναίκα του ότι τον απατά. Και με ποιον; Με τον παλιό του φίλο και συνάδελφο. Τον Άρη. Κάτι υπονοούμενα της Λουΐζας για τον γάμο του, κάτι κλεφτές ματιές μεταξύ τους στα πάρτι των φίλων τους, έκαναν τον Γιάννη να είναι κάποτε κάποτε απολύτως σίγουρος ότι οι συχνές απουσίες της γυναίκας του από το σπίτι, καθώς και η αφηρημάδα της οφείλονταν στην κρυφή σχέση της με τον συνάδελφό του. Αυτή η υποψία δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια, στη δουλειά πήγαινε κουρασμένος και πολλές φορές υποδυόταν τον ντετέκτιβ παρακολουθώντας τις κινήσεις του Άρη. Πότε μιλούσε στο τηλέφωνο και με ποιον. Προσπαθούσε να πιάσει κάποια απόχρωση της φωνής του, μια λέξη που θα επιβεβαίωνε τους πιο κρυφούς του φόβους. Από τη μια δεν ήθελε να βγουν αληθινές οι υποθέσεις του, από την άλλη η αποκάλυψη της ‘αλήθειας’, οι αμφιβολίες σαν να του ερέθιζαν τη φαντασία και να κινητοποιούσαν θαμμένες επιθυμίες. Κοίταξε τον υπολογιστή και ένα κινητό που βρήκε τοποθετημένο στο καλαθάκι με διάφορες σημειώσεις. Τις ξεφύλλισε και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για συνταγές. Τίποτε ύποπτο και μεμπτό. Σκέφτηκε ότι όλη η αλήθεια κρυβόταν σ’ αυτά τα δύο μέσα. Να όμως που του έλειπαν οι κωδικοί. Πήρε το κινητό και προσπάθησε να το ανοίξει κάνοντας διάφορους συνδυασμούς, ώσπου να βρει το σωστό πιν. Τίποτα. Χαμένος χρόνος. Τα συρτάρια του γραφείου ήταν κλειδωμένα. Αλήθεια πού θα μπορούσε να έχει βάλει η Λουΐζα τα κλειδιά τους; Θυμήθηκε ότι στις αρχές του γάμου τους, όταν δεν είχαν μυστικά, του είχε πει ότι από την εφηβική της ηλικία συνήθιζε να κρύβει τα κλειδιά των ημερολογίων της στα βάζα που ήταν τοποθετημένα στα ντουλάπια της κουζίνας. Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα, αναρωτήθηκε. Ο χώρος της κουζίνας ήταν πεντακάθαρος. Ακόμα μύριζε το απορρυπαντικό. Άνοιγε το ένα μετά το άλλο τα ντουλάπια. Βάζα, βάζα…ακουμπισμένα το ένα μετά το άλλο με τάξη, γεμάτα βότανα, μπαχαρικά και μακαρόνια. Παρ’ ολίγο να του πέσουν μερικά, από την ανυπομονησία με την οποία τα παραμέριζε. Το μπρελόκ με το ρόδι ξεμύτισε όταν έσπρωξε το κουτί με τη σκόνη σοκολάτα. Το πήρε και το περιεργάστηκε. Ναι, ήταν το ίδιο με κείνο που είχε κρεμάσει στον υπολογιστή του, στο ιατρείο του, ο Άρης. Επιτέλους, είχε το πρώτο στοιχείο στα χέρια του…..

Ο Άρης στο διάλειμμα στριφογύριζε στην μεγάλη αίθουσα μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και χαιρετούσε τους γνωστούς συναδέλφους αλλά και τους εκπροσώπους της φαρμακευτικής εταιρείας. Στο βάθος διέκρινε τη λεπτή σιλουέτα της Μάρκου. Με το ίδιο ταγιέρ σ’ όλα τα συνέδρια και τις ανακοινώσεις. Την είχε γνωρίσει στη Θεσσαλονίκη, πάνε τρία τέσσερα, χρόνια όταν και οι δύο είχαν εισήγηση σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου με θέμα ‘Η ηθική στην ιατρική’. Του άρεσε η άνεση στη συμπεριφορά της, η ευφράδειά της, η ετοιμότητά της στις απαντήσεις που έδινε σε φοιτητές, που ήθελαν να την στριμώξουν. Τότε την είχε καλέσει σε γεύμα εκείνη, όμως, κατάφερε να ξεφύγει μ’ έξυπνο τρόπο. Έδειχνε τόση οικειότητα με όλους που πίστευαν ότι δεν θα έφερνε αντίρρηση σε κανένα, αν τύχαινε και της ζητούσε να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό του. Έστω για ένα ποτό… όπως συνηθιζόταν.

– Λένα! Τελικά να’ ναι καλά τα συνέδρια, που μας δίνουν την ευκαιρία να συναντηθούμε.

– Άρη, ήμουν σίγουρη ότι αυτήν την ανακοίνωση για το ‘Φεμαρόξ’ δεν θα την έχανες! Τώρα θα καταλάβουν και οι πιο δύσπιστοι γιατί γίνεται τέτοιος πόλεμος γι’ αυτό το φάρμακο…

– Αμφιβάλλω…Έχουν κολλήσει στα παλιά δεδομένα και φοβούνται να τολμήσουν, να πάνε μπροστά.

– Μα έγιναν τόσα πειράματα γι’ αυτό…Δεν είμαστε στο στάδιο της έρευνας.

– Ξέρεις πολύ καλά ότι είναι κι άλλοι λόγοι, οικονομικοί. Πρέπει να πεισθεί και η κυβέρνηση και να κυκλοφορήσει αμέσως το προϊόν όπως συνέβη στην Αμερική και πρόσφατα στη Μ. Βρετανία και τη Γερμανία.

– Πώς τα πάτε στο νοσοκομείο;

– Όπως πάντα. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Εσείς;

– Έχουμε καινούριο διευθυντή στην κλινική και φαίνεται να καλυτερεύουν τα πράγματα. Μας ήρθε από το Χάρβαρντ, με άλλο αέρα. Είναι εδώ… Να’ τος, μιλάει με την Γεωργίου. Αξίζει να σου τον συστήσω, είναι όχι μόνο καλός επιστήμων αλλά και καλλιεργημένος άνθρωπος. Θα βρείτε πολλά κοινά. Πάντα ακούς τζαζ και μπλουζ; Κι αυτός δε φοβάται το καινούριο όταν είναι τεκμηριωμένο και μέσα στα επιστημονικά όρια.

– Με την ευκαιρία να σου πω ότι μου άρεσε πολύ το άρθρο σου στα ‘Ιατρικά νέα’. Τολμηρό και ευαίσθητο.

– Σ’ ευχαριστώ, Άρη. Σε παρακολουθώ κι εγώ.

Κάποιος την έσπρωξε, κι εκείνη αφέθηκε να γλιστρήσει και ν’ απομακρυνθεί. Προτού χαθεί στο πλήθος, γύρισε και του χαμογέλασε. Σαν να ήθελε να του πει ότι παρασύρθηκε από τον κόσμο, απλώς δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ο φυσικός νόμος της ροής, όπως του είχε πει σ’ εκείνο το συνέδριο στη Θεσσαλονίκη. Χτύπησε το κινητό του.

-Άρη, κάτι δεν πάει καλά, άκουσε την Ελίζα να του μιλάει λαχανιασμένα.

-Τι τρέχει; Της είπε και βγήκε από το χώρο, για να μπορέσει να της μιλήσει πιο άνετα.

-Η κυρία Ρούσου δεν αισθάνεται καλά…Έχει περίεργα συμπτώματα που δεν δικαιολογούνται. Της έγινε η θεραπεία το πρωί και πριν από λίγο μας τηλεφώνησαν από το σπίτι της ότι έχει πυρετό και κάνει εμετούς. Έμεινα να συμπληρώσω κάποια στοιχεία στον υπολογιστή κι έτσι με βρήκαν εδώ. Τηλεφωνώ και στον Γιάννη αλλά δεν απαντά. Τι λες να κάνουμε;

-Γιατί δεν προσπάθησαν να με βρουν;

-Σου τηλεφώνησαν αλλά το είχες κλειστό.

-Αν ξαναπάρουν πες τους να φέρουν την ασθενή στο νοσοκομείο αύριο νωρίς το πρωί, να γίνει εισαγωγή. Περίεργο να εμφανίσει αυτά τα συμπτώματα. Προς το παρόν δεν ξέρω τι να υποθέσω…Σ’ ευχαριστώ, πάντως, Ελίζα. Να ξαναμιλήσουμε αν έχεις νεώτερα.

-Εντάξει. Θα έρθω το πρωί κι εγώ στη δουλειά.

-Ευχαριστώ, αν και δεν χρειάζεται.

-Όχι, θα έρθω. Τι κι αν είναι Σάββατο. Νιώθω κατά ένα τρόπο υπεύθυνη.

-Έγιναν όλα τόσο γρήγορα…Ποιος θα το περίμενε! Μια απλή θεραπεία, όπως τόσες και τόσες που κάνουμε καθημερινά, είπε ο Άρης στον διευθυντή του νοσοκομείου, που τον κοιτούσε συνοφρυωμένος.

-Εσύ όμως έλειπες, του είπε με αυστηρό τόνο.

-Ναι, είχα υπογράψει τις ιατρικές εντολές και συνεννοήθηκα με τα παιδιά. Πήγα στην επίσημη παρουσίαση του ‘Φεμαρόξ’.

-Κάτι όμως δεν έγινε σωστά. Θα το δείξει η ιατροδικαστική εξέταση. Τι της δώσατε;

-Κάρμπο πλατίνα.

-Η κάρμπο πλατίνα, κι εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα, δεν προκαλεί συμπτώματα σαν αυτά που παρουσίασε η ασθενής, ούτε το θάνατο. Μήπως κάνατε λάθος στη δόση;

-Όχι, αποκλείεται. Μπορείτε να ελέγξετε τα έγγραφα. Και ας πιέσουμε τον Μαυρίδη να κάνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, έτσι ώστε να έχουμε τα αποτελέσματα των ιστολογικών και να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Τι κρίμα! Στα καλά καθούμενα. Και ήθελε τόσο πολύ να πάει με τα παιδιά της διακοπές! Σκέφτομαι την κόρη της…

Η Ανδρέου μισάνοιξε την πόρτα και με αβέβαιο βήμα κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή. Έριξε τη ματιά της στον Άρη σαν να τού’ λεγε ‘ελπίζω εσύ να τα πήγες καλά’ και είπε:

Με ζητήσατε, κύριε διευθυντά. Είμαι στη διάθεσή σας.

Θα διενεργηθεί ΕΔΕ. Θα ήθελα όμως να μου πεις τι ακριβώς συνέβη. Σκέψου τι πήγε στραβά.

– Όλα έγιναν όπως συνήθως. Με τη συνταγή πήραμε το φάρμακο, το διαλύσαμε την επομένη και το δώσαμε κανονικά στην ασθενή. Κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι συνέβη. Μάλλον κάποιος θέλει να κάνει κακό στον κύριο Ιωάννου, είπε διστακτικά, και στράφηκε προς τον Άρη.

-Πώς σου’ ρθε αυτό; Την ρώτησε ο διευθυντής.

-Α, έτσι…Μου πέρασε μια ιδέα από το μυαλό αλλά μη δίνετε σημασία.

-Μάλλον το ‘Law and order’ φταίει. Αν θυμηθείς κάτι, σε παρακαλώ, μη διστάσεις να’ ρθεις και να μου το πεις.

Όταν η πόρτα έκλεισε με δύναμη, οι δυο άντρες απέμειναν για λίγο σιωπηλοί.

-Τι έχει η Ανδρέου; Σαν να είναι φευγάτη. Και αυτή η ‘ιδέα’ της! Κάνει το λαγωνικό; Μάλλον σου είναι αφοσιωμένη και γι’ αυτό βλέπει σκιές.

-Δεν ξέρω…Γυναικεία φλυαρία περισσότερο παρά αφοσίωση σε μένα διακρίνω σ’ αυτό που είπε. Ίσως να νομίζει ότι έτσι μου κάνει εκδούλευση…

-Τέλος πάντων όταν θα λάβουμε τα αποτελέσματα από τον Μαυρίδη, συγκεντρωνόμαστε εδώ όλοι οι εμπλεκόμενοι: Η Ανδρέου, εσύ, η φαρμακοποιός, η νοσηλεύτρια στο τμήμα διάλυσης, ο Γιάννης και η Ελίζα.

…………………………………

Ο Μαυρίδης ήταν σκυμμένος στο μικροσκόπιό του και δεν τον είχε αντιληφθεί.

– Αλέξη, τι συμπέρασμα έβγαλες, τελικά; ρώτησε ο Άρης με αγωνία.

-Αγαπητέ μου, ήμουν έτοιμος να σε καλέσω. Με πρόλαβες. Τα αποτελέσματα είναι εδώ και μάλλον δυσάρεστα. Γιατί όλοι λέγατε ότι της δώσατε κάρμπο πλατίνα; Ναι, υπήρχε κι αυτό το φάρμακο αλλά συνδυασμένο με σις πλατίνα. 600 mg. Σις πλατίνα σε 170 mg κάρμπο πλατίνα, καταλαβαίνεις πόσο καταστροφικός συνδυασμός είναι. Εκρηκτικός για τα νεφρά, που της τα διέλυσε. Θα διαβιβαστεί το έγγραφο στη διεύθυνση. Σου εύχομαι καλή τύχη, πρόσθεσε και επέστρεψε στο μικροσκόπιό του.

Κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτήν την ιστορία, σκεφτόταν ο Άρης, ανήσυχος πια, καθώς κατευθυνόταν προς το ασανσέρ. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα της ιατρικής εντολής ήταν ο Γιάννης και η Ελίζα, μονολόγησε. Θα φανεί όμως, αν κάτι τέτοιο συνέβη, από την αλλοίωση στα γράμματα του εγγράφου κατά την εξέταση. Εκτός και αν έγινε η αλλαγή στο χώρο της διάλυσης του φαρμάκου. Μα, είναι τρελό! Ποιο το όφελος για την Ανδρέου και τη νοσηλεύτρια; Η περίπτωση λάθους αποκλείεται σ’ αυτήν την περίπτωση. Το κίνητρο, πρέπει να βρεθεί το κίνητρο για να φτάσουμε στον υπεύθυνο.

-Κύριε διευθυντά, θα χρειαστούμε έναν καλό αστυνόμο, για να βρούμε την άκρη, είπε καθώς έμπαινε στο γραφείο του δίχως να χτυπήσει την πόρτα.

-Ηρέμησε πρώτα. Τα έμαθα. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο. Με ενημέρωσε ο Μαυρίδης. Η έρευνα θα διενεργηθεί από μας. Και αν βρεθεί ότι υπήρχε δόλος τότε θα μας αναλάβει εισαγγελέας. Αν έγινε το λάθος από αμέλεια, τότε το νοσοκομείο θα λάβει τα μέτρα του. Πρέπει να βρούμε το άτομο που είναι υπεύθυνο γι’ αυτόν τον θάνατο. Και οι ανακρίσεις θα αρχίσουν από σένα, Άρη. Ίσως αν δεν έλειπες την Παρασκευή να μην συνέβαινε το κακό.

-Ναι. Εκ των υστέρων τα βάζω με τον εαυτό μου, αν και…Αν υπάρχει δόλος, πρέπει να βρούμε το κίνητρο.

-Μήπως τελικά δεν έχει άδικο η Ανδρέου και κάποιος θέλει να σε ενοχοποιήσει για αμέλεια; Άσε που δεν έπρεπε να φύγεις τόσο νωρίς από το νοσοκομείο.

-Όλα αυτά με βασανίζουν κι εμένα αλλά δεν αλλάζουν την πραγματικότητα. Θέλω να βρεθεί ο υπεύθυνος. Κι εγώ θα αναλάβω τις δικές μου ευθύνες, εννοώ για την απουσία μου. Νομίζω ότι θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν κάποιος από την ομάδα, γιατροί, νοσηλεύτριες, φαρμακοποιός, γνώριζε την ασθενή προσωπικά και άρα θα είχε κίνητρο να την σκοτώσει.

-Νομίζω ότι είναι παρατραβηγμένο αυτό που λες.

-Γιατί δεν θα μπορούσε να την ξέρει και να έχει προηγούμενα μαζί της; Ομολογώ ότι η εμπλοκή μου σ’ αυτήν την υπόθεση με κάνει να σκεφτώ τα πιο απίθανα…Πρόκειται για την επιβίωσή μου, την καριέρα μου. Αλλά επιπλέον, ίσως και το πρωταρχικό, πρέπει να τιμωρηθεί ο ένοχος.

Η Ελίζα μπήκε στην άδεια αίθουσα, στην οποία την προηγούμενη εβδομάδα μαζί με τον Γιάννη είχε αναλάβει την θεραπεία της άτυχης γυναίκας. Πού να το φανταζόταν! Η κουρτίνα δεν ήταν μόνο το διαχωριστικό ανάμεσα στο γραφείο της και την ασθενή αλλά ανάμεσα και σε δύο κόσμους: τον εδώ και τον εκεί. Δεν ήξερε γιατί ήθελε τόσο πολύ να βρεθεί σ’ αυτόν τον χώρο. Ίσως οι έρευνες θα έπρεπε να ξεκινήσουν από δω, σκέφτηκε. Η μυρωδιά του ιωδίου ήταν τόσο δυνατή, θαρρείς και κάποιος πριν από λίγο το είχε χρησιμοποιήσει. Με το κλειδί της άνοιξε τα συρτάρια και άρχισε να βγάζει τους φακέλους. Δεν ήξερε τι έψαχνε, αλλά δεν σταματούσε. Κλειδιά είχε μόνο ο Άρης, ο Γιάννης κι αυτή. Κανένας άλλος. Εκτός από τα χαρτιά και τη γραφική ύλη, πρόσεξε ένα μαραμένο τριαντάφυλλο σε μιαν γωνιά του συρταριού. Από τη σκόνη είχε αλλάξει το χρώμα του. Σκόνη ακόμα και σ’ ένα κλειστό συρτάρι! Σκέφτηκε. Πήγε να το πετάξει αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Δεν ξέρεις τίνος είναι και τι σημαίνει γι’ αυτόν, μονολόγησε και χαμογέλασε πονηρά. Τράβηξε στην άκρη την κουρτίνα και πήγε στην ντουλάπα όπου φυλάγονταν τα ιατρικά υλικά και μερικά φάρμακα. Τα συρτάρια ήταν κλειδωμένα. Δοκίμασε να ανοίξει το τελευταίο και παρ’ όλο που δεν το περίμενε, με την πρώτη κίνηση το περιεχόμενό του ήταν μπροστά της. Βαμβάκια, φιαλίδια με οινόπνευμα και αναλγητικά. Πήρε το κουτί στα χέρια της. Ήταν Maalox Plus, όπως έγραφε. Το άνοιξε και είδε το περιεχόμενο: ήταν σις πλατίνα! Ω, θεέ μου, αυτό το φάρμακο που αν χορηγηθεί σε υπερβολική δόση γίνεται τοξικό, σκέφτηκε. Το έβαλε στην θέση του και προσπάθησε να κλείσει το συρτάρι. Είχε μπλοκάρει. Τότε μόνο πρόσεξε ότι η κλειδαριά ήταν πειραγμένη. Μάλλον από τύχη το βρήκε ξεκλείδωτο. Πιθανόν αυτός που το χρησιμοποιεί να μην πρόσεξε ότι δεν κλειδώθηκε. Το καρτελάκι με το όνομα του χρήστη ήταν φθαρμένο. Το μελάνι είχε σβηστεί από το πέρασμα του χρόνου. Κοίταξε πιο προσεχτικά και διέκρινε τα γράμματα Α Δ Ρ Ε Υ. Δεν είναι δυνατόν! Αυτή; Αναρωτήθηκε.

-Μπορώ να περάσω από το γραφείο σας, κύριε διευθυντά; Είναι επείγον. Σας παρακαλώ καλέστε, στο μεταξύ, όσους εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα στην υπόθεση Ρούσου, πρόσθεσε με ανυπομονησία και έκλεισε το τηλέφωνο.

Χρύσα Σπυροπούλου

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ, τεύχος 19, Φθινόπωρο 2008.

Σχολιάστε